Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Ελληνικά παραδοσιακά παιχνίδια


Ελληνικά παραδοσιακά παιχνίδια

«Ένα-δύο-τρία κόκκινο φως!»


"Ένα, δύο, τρία, κόκκινο φώς"


Με κάποιο λάχνισμα βγάζουμε το παιδί που τα «φυλάει», αυτό είναι η «μάνα». Το παιδί που κάνει τη «μάνα» στέκεται γυρισμένο στον τοίχο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή αφετηρίας αρκετά μέτρα μακριά του. Στο διάστημα που η «μάνα» απαγγέλλει: «ένα - δύο - τρία κόκκινο φως», τα παιδιά πλησιάζουν σιγά-σιγά προς τη «μάνα». Μόλις η «μάνα» σταματήσει, γυρίζει απότομα προς το μέρος των παιδιών, που έχουν στο μεταξύ ακινητοποιηθεί, παίρνοντας διάφορες στάσεις. Αν κάποιο απ’ αυτά κουνιέται, «καίγεται» και δεν παίζει άλλο, βγαίνει έξω.
Το παιχνίδι επαναλαμβάνεται μέχρι τη στιγμή που κάποιο παιδί θα πλησιάσει τη «μάνα» πολύ κοντά και θα τη χτυπήσει στον ώμο. Τότε όλα τα παιδιά αρχίζουν να τρέχουν, για να περάσουν τη γραμμή της αφετηρίας και η «μάνα» τα κυνηγά. Αν κάποιο παιδί πιαστεί απ’ τη «μάνα», πριν περάσει τη γραμμή, τότε τα «φυλάει». Αλλιώς, τα φυλάει πάλι το ίδιο παιδί.




«Εφτάπετρο» ή «τζαμί» ή «τα κεραμιδάκια»



Το «Τζαμί» παίζεται από τέσσερα παιδιά και πάνω. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Για να αρχίσουν το παιχνίδι χρειάζονται εφτά κεραμίδια ή πλατιές πέτρες και μια μπάλα. Τα κεραμίδια τα βάζουν το ένα πάνω στο άλλο, ώστε να σχηματιστεί ένας πύργος. Η πρώτη ομάδα στέκεται πίσω από τα κεραμίδια. Η δεύτερη ομάδα πηγαίνει εφτά οχτώ μέτρα μπροστά από τα κεραμίδια. Τα παιδιά της δεύτερης ομάδας προσπαθούν με τη μπάλα να ρίξουν τον πύργο με τα κεραμίδια. Κάθε παιδί έχει μία ευκαιρία.
Αν κάποιο παιδί ρίξει τα κεραμίδια χτυπώντας τα με τη μπάλα, τότε διασκορπίζονται στο γύρω χώρο οι δυο ομάδες. Η μεν πρώτη ομάδα επιδιώκει να «κάψει» τους παίκτες της δεύτερης χτυπώντας τους με τη μπάλα, η δε δεύτερη προσπαθεί να ξαναβάλει τα κεραμίδια στη θέση τους, έτσι ώστε να ξανασχηματιστεί ο πύργος, δηλαδή το «Τζαμί». Εάν προλάβει η δεύτερη ομάδα και φτιάξει το «Τζαμί» πριν καούν όλοι οι παίκτες της, κερδίζει ένα σετ παιχνιδιού.

          Ο παίκτης που θα τοποθετήσει το τελευταίο κεραμίδι του πύργου φωνάζει «Τζαμί» και τελειώνει το σετ. Αν η πρώτη ομάδα κάψει όλους τους παίκτες της δεύτερης πριν προλάβουν να φτιάξουν το «Τζαμί» τότε το παιχνίδι ξαναρχίζει  και  αντιστρέφονται οι ρόλοι. Νικήτρια είναι η ομάδα που θα κερδίσει τα πιο πολλά σέτ.




                                                                  «Τα μήλα» 


         Το παιχνίδι παίζεται με μια μαλακή μπάλα και  από δύο ομάδες, με δύο τουλάχιστον παίκτες η καθεμιά. Οι παίκτες της μιας ομάδας (η "έξω ομάδα") χωρίζονται σε δύο υποομάδες, οι οποίες στέκονται αντικρυστά οχτώ με δέκα μέτρα η μία από την άλλη, ενώ στη μέση αυτής της απόστασης συγκεντώνονται οι παίχτες της δεύτερης ομάδας (η "μέσα ομάδα"). Το παιχνίδι ξεκινάει με τρεις μπαλιές ψηλές και άκαφτες.
         Μετά τις τρεις ψηλές και άκαφτες, οι παίκτες που στέκονται αντικρυστά προσπαθούν με τη μπάλα να χτυπήσουν κάποιον από τους  παίχτες που είναι μέσα. Αν τα καταφέρουν, αυτός ο παίχτης "καίγεται"  και βγαίνει από το παιχνίδι. Αντίθετα, αν κάποιος καταφέρει να πιάσει τη μπάλα χωρίς να πέσει κάτω, κερδίζει ένα "μήλο" -μια ζωή- που θα του επιτρέψει αν κάποια στιγμή "καεί" να μη βγει αλλά να παραμείνει στο παιχνίδι ή να βάλει κάποιον συμπαίκτη του που "κάηκε", ή αν καεί κάποιος να του το παραχωρήσει. Μπορεί ακόμα να κρατήσει το "μήλο" για τα "δωδέκατα".
         Όταν απομείνει ένας παίχτης μέσα, οι παίχτες με τη μπάλα (έξω ομάδα), έχουν να κάνουν μόνο δώδεκα τελευταίες προσπάθειες ("δωδέκατα") για να τον "κάψουν". Άν δεν τα καταφέρουν ξαναμπαίνουν όλοι οι συμπαίκτες του που είχαν "καεί", "μέσα" και το παιχνίδι ξεκινάει από την αρχή. Αν τον "κάψουν", μπαίνει η ομάδα τους που ήταν "έξω"και γίνεται  "μέσα" ομάδα.




«Κουτσό»








Παίζεται από δυο άτομα. Το πρώτο παιδί που αρχίζει, ρίχνει μια στρογγυλή πέτρα στην αρχή του σχεδίου στο πρώτο τετράγωνο( πάτημα). Πρέπει στηριγμένο στο ένα πόδι να σπρώξει μ' αυτό την πέτρα στο δεύτερο πάτημα, μετά στο τρίτο κ.τ.λ., ώστε να φτάσει στο τέλος του σχεδίου. Στη συνέχεια ρίχνει την πέτρα στο δεύτερο τετράγωνο κι μπαίνει με το ένα πόδι στο σχέδιο και τετράγωνο-τετράγωνο φτάνει σ' εκείνο που βρίσκεται η πέτρα. Πάλι χτυπώντας την με το πόδι ,με το οποίο πατά στο έδαφος, προσπαθεί τετράγωνο -τετράγωνο να τη βγάλει έξω από το σχέδιο στο τέλος του. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο τετράγωνο. Δεν πρέπει ούτε η πέτρα ούτε το πόδι να ακουμπήσει στις γραμμές του σχεδίου. Αν ακουμπήσει στη γραμμή βγαίνει από το παιχνίδι και ξεκινά το άλλο παιδί. Επίσης χάνει το παιδί, του οποίου η πέτρα δε θα φτάσει στο τετράγωνο που ήταν η σειρά του. Αν για παράδειγμα έπρεπε να ρίξει την πέτρα του στο 4ο τετράγωνο κι αυτή, όπως την πετάξει, πάει στο 5ο, τότε το παιδί αυτό χάνει και συνεχίζει το άλλο παιδί. Το σχέδιο χαράζεται με κιμωλία ή κεραμίδι και υπάρχουν διάφορες παραλλαγές. 

Κουτσό «Καλόγερος» ή «Βασιλέας»

Είναι ένα ατομικό παιχνίδι .Τα παιδιά χαράζουν στο έδαφος το εξής σχήμα:



Παίζουν ένας, ένας με τη σειρά, εφόσον ο προηγούμενος χάσει. Τοποθετούν στο πρώτο ημικύκλιο μία πέτρα, που συνήθως είναι πεπιεσμένη, τη «σμάδα». Κάνοντας κουτσό, ο παίκτης προσπαθεί να τη μετακινήσει με το πόδι στο επόμενο ημικύκλιο, χωρίς αυτή ή ο ίδιος να ακουμπήσουν στις γραμμές που ορίζουν το σχήμα. Όταν ο παίκτης φτάσει στο τέλος του σχήματος, πρέπει να ξαναγυρίσει στην αφετηρία με τον ίδιο τρόπο και να βγάλει τη σμάδα από το πρώτο ημικύκλιο από όπου είχε ξεκινήσει.



«Τριότα»






Σχηματίζουμε ένα τετράγωνο με τις διαγώνιούς του και τις ευθείες που ενώνουν τα μέσα των πλευρών του. Σχηματίζουν συνολικά εννέα σημεία ένα στο μέσο και οχτώ στις πλευρές του. Ο  κάθε παίχτης  διαλέγει τρία πιόνια (3 ξυλάκια, 3 πέτρες). Γίνεται  κλήρωση ποιο παίχτης θα παίξει πρώτος.
Παίζεται με δυο παίχτες. Ο  κάθε παίχτης  διαλέγει τρία πιόνια (3 ξυλάκια, 3 πέτρες). Γίνεται  κλήρωση ποιο παίχτης θα παίξει πρώτος.  Ο   καθένας   παίζει από μία φορά .
Σκοπό έχουν να φέρουν τα τρία πιόνια τους σε ευθεία, πετυχαίνοντας  "τριότα".
Αφού τοποθετήσουν τα πιόνια τους στη συνέχεια, σύμφωνα με τη σειρά, τα μετακινούν σε πλαϊνή, άδεια  θέση.
Νικητής  αναδεικνύεται εκείνος που θα πετύχει τις περισσότερες τριότες σε συγκεκριμένο χρόνο ή φθάσει πρώτος  στο σκορ που ορίζεται στην έναρξη του παιχνιδιού.
Σχεδιάζονταν πάνω σε μια πλακουδερή  πέτρα. Παρόμοια και η εννιάρα.

«Εννιάρα»


Εννιάρα



Παιχνίδι για 2 παίχτες. Ο κάθε παίχτης παίρνει από 9 πιόνια του ίδιου χρώματος. Τα 9 πιόνια που έχει κάθε παίχτης τα τοποθετεί κατά πρώτον εναλλάξ πάντοτε ένα- ένα όπου θέλει ο καθένας. Αρχικά προσπαθώντας να βάλουμε τρία από τα πιόνια μας σε μια γραμμή ενώ ταυτόχρονα προσέχουμε με ανάλογη τοποθέτηση να εμποδίσουμε τον αντίπαλο να σχηματίσει τριάρα.
Αφού τοποθετηθούν όλα τα πιόνια αρχίζουν οι κινήσεις. Κάθε παίχτης επιτρέπεται να κάνει μόνο ένα βήμα πάνω στις σχεδιασμένες γραμμές μπορεί να πάει από τη μια γωνιά ή τη διασταύρωση στην επόμενη που είναι ελεύθερη. Οι τριάρες επιτυγχάνονται με τις κινήσεις.
Σκοπός του παιχνιδιού είναι να φέρετε τρία πούλια σε μια γραμμή. Αυτό λέγεται τριάρα. Όποιος κάνει τριάρα αφαιρεί ένα πιόνι του αντιπάλου του όχι όμως κάποιο που έχει σχηματίσει τριάρα.
Μια τριάρα αποκτά ιδιαίτερη αξία όταν μπορεί να ανοιχτεί και να κλειστεί πάλι οπότε αφαιρείτε διαρκώς ένα πούλι από τον αντίπαλο. Πρέπει όμως να προσέξετε καλά να μην προλάβει ο αντίπαλος να σχηματίσει τριάρα γιατί μετά έχει το δικαίωμα ένα από τα τρία πούλια της ανοιχτής γραμμής να σας το αφαιρέσει.
Αν ένας από τους 2 παίχτες μείνει με δύο πούλια, χάνει το παιχνίδι. Αν στον καθένα παίχτη μείνουν μόνο τρία πούλια το παιχνίδι λήγει ισόπαλο.
Παραλλαγή: Αν ένας από τους 2 παίχτες χάσει πούλια γιατί ο αντίπαλος με τις τριάρες που έκανε του τα έβγαλε έξω και του απέμειναν μόνο 3 πούλια τότε μπορεί να πηδάει. Αυτό σημαίνει ότι δεν υποχρεούται πλέον να ακολουθεί τον κανόνα κουνώντας το πούλι κατά ένα βήμα αλλά να πηδάει σε όποια γωνία ή διασταύρωση είναι ελεύθερη. Ταυτόχρονα δε να προσπαθεί ο ίδιος να κάνει τριάρα για να μειώσει τη δύναμη του αντιπάλου. Αν χάσει ακόμη ένα από τα τρία υπολειπόμενα πούλια το παιχνίδι γι αυτόν είναι χαμένο.
Αν μπορέσετε να φτιάξετε 2 τριάρες σε παράλληλες γραμμές έτσι ώστε ανοίγοντας τη μία να κλείνει η άλλη έχετε όλες τις πιθανότητες να κερδίσετε το παιχνίδι. Ανάλογα με τη συμφωνία μπορείτε να καθορίσετε αν την αρχή της τοποθέτησης για το επόμενο παιχνίδι την κάνει ο κερδίζων ή την κάνετε εναλλάξ.


«Περνά, περνά η μέλισσα»




"Περνά-περνά η μέλισσα"



Τα παιδιά επιλέγουν δυο μάνες, οι οποίες  απομακρύνονται από τους υπόλοιπους και διαλέγουν η καθεμιά από κάτι, π.χ. «ήλιος - φεγγάρι», ή «φράουλα - κεράσι» κ.τ.λ.
Τα δυο παιδιά-μάνες ενώνουν τα χέρια τους μπροστά και ψηλά, έτσι ώστε να σχηματίσουν από κάτω καμάρα, τα χτυπάνε και τραγουδούν:
Περνά περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα 
και με τα παιδόπουλα,
ζουμ, ζουμ, ζουμ, οι μέλισσες πετούν
για να δούμε ποιον θα πιάσουμε…
Τα  υπόλοιπα παιδιά κάνουν ουρά και περνάνε κάτω από την καμάρα. Όταν τελειώσει το τραγούδι, οι μάνες κατεβάζουν τα χέρια κι αιχμαλωτίζουν το παιδί που βρίσκεται τη στιγμή εκείνη κάτω από την καμάρα και το ρωτάνε χωρίς ν’ ακούσουν  τ' άλλα: «Τι θέλεις; Ήλιο ή φεγγάρι;» (ή φράουλα-κεράσι, ανάλογα με την παραλλαγή). Ανάλογα με την προτίμηση του, το παιδί πηγαίνει και στέκεται πίσω από τη μάνα που το κέρδισε.
 Η ουρά ξαναπερνάει και συνεχίζεται το παιχνίδι. Στο τέλος απομένει ένα παιδί, ο «κλέφτης». 
 Ο κλέφτης παίρνει φόρα και περνάει δυο φορές ανάμεσα στις δυο μάνες, ενώ κάθε φορά όλα μαζί τα παιδιά φωνάζουν:
Μια του κλέφτη! 
Δυο του κλέφτη!
Τη στιγμή που ο κλέφτης επιχειρεί για τρίτη φορά να περάσει, οι μάνες κατεβάζουν τα χέρια και τον αιχμαλωτίζουν:
 Τρεις και τόνε πιάσαμε!





 Φωναχτά τώρα πια οι δυο μάνες το ρωτάνε τι προτιμάει, και το παιδί, ανάλογα με την προτίμηση του, πηγαίνει κι αυτό πίσω από τη μάνα που το κέρδισε. Στη συνέχεια, όλα τα παιδιά, πίσω από κάθε μάνα, πιάνονται το καθένα γερά από τη μέση του μπροστινού του, και οι δυο μάνες δίνουν τα χέρια και η κάθε ομάδα τραβάει την άλλη προσπαθώντας  να ρίξει την άλλη κάτω (διελκυστίνδα).



«Ο λύκος ο τσομπάνης και τα αρνάκια»
Τα παιδιά που συμμετέχουν διαλέγουν ένα που θα κάνει το λύκο και έναν τον τσομπάνη.
Τα υπόλοιπα ,που κάνουν τα αρνάκια, στέκονται το ένα πίσω από το άλλο και κρατιούνται το καθένα από το μπροστινό του αρνάκι, σαν τρενάκι με πρώτο τον τσομπάνη.  
Το  παιδί που κάνει τον λύκο στέκεται απέναντί τους και προσπαθεί, χοροπηδώντας πότε δεξιά πότε αριστερά, να πιάσει κάποιο αρνάκι και να το βγάλει έξω απ' τη σειρά του για να το φάει...
Ο τσομπάνης με ανοιχτά χέρια προστατεύει τα αρνάκια  τα οποία μετακινούνται αντίθετα από το λύκο για να τον αποφύγουν. Το παιχνίδι συνοδεύεται από ένα διάλογο:
Λύκος: Αρνάκι μου μυρίζει, αρνάκι τρυφερό!
 Αρνάκια:  Γερο-λύκε, γερο-λύκε τι ιδέα που σου μπήκε!



«Πεντόβολα»

Mαζεύουμε πέντε πέτρες (κατά προτίμηση στρογγυλές λείες και άσπρες ) και ξεκινάμε το παιχνίδι: παίρνουμε μία από τις πέντε και την πετάμε στον αέρα προσπαθώντας με γρήγορη κίνηση να πιάσουμε άλλη μία (όσο η άλλη είναι στον αέρα ) από κάτω και να μείνουμε με δύο πέτρες στο ένα χέρι στο πρώτο στάδιο. Αν καταφέρουμε αυτό συνεχίζουμε πετώντας μία  πέτρα στον αέρα προσπαθώντας να πιάσουμε άλλες δύο από κάτω και εν τέλει να έχουμε τρεις στο χέρι. Αν καταφέρουμε και αυτό επαναλαμβάνουμε την ίδια κίνηση προσπαθώντας να πιάσουμε τρεις και στη συνέχεια και τις τέσσερις πέτρες μαζί με αυτή που πετάμε στον αέρα. Αν δεν καταφέρουμε να το κάνουμε αυτό συνεχίζει ο επόμενος παίχτης.
      Στο επόμενο στάδιο του παιχνιδιού  εργαζόμαστε ως εξής: σχηματίζουμε μία γέφυρα με το αριστερό μας χέρι ώστε ο αντίχειρας να βρίσκεται απέναντι των άλλων δακτύλων και συνεχίζουμε να πετάμε μία πέτρα στον αέρα προσπαθώντας (με το δεξί πάντα) να περάσουμε κάτω από τη γέφυρα μία πέτρα από τις υπόλοιπες. Αυτό συνεχίζεται μέχρι να περάσουμε και τις τέσσερις πέτρες κάτω από τη γέφυρα και να μείνουμε  με τη μια (αυτή που πετάμε στον αέρα) στο χέρι. Νικητής είναι αυτός που θα τελειώσει τα παραπάνω πρώτος!


«Το τσιλίκι» ή «Τσιλίκα-τσιλιγκάρι» ή «Τσελίκα - τσιουμάκα »



"Τσιλίκα - τσιλιγκάρι"




Το τσιλίκι παίζεται με δύο ή περισσότερα παιδιά. Για να παιχτεί το παιχνίδι χρειάζονται δύο ξύλινες βέργες, μια μακριά 60-70 εκ. περίπου (τσιλίκα) και μια μικρή 10-20 εκ. περίπου (τσιλίκι ή τσιλιγκάρι ή τσιουμάκα - στα τουρκ.Celik=μικρή ράβδος, σκληρός, ατσάλι και comak=ρόπαλο), που είναι ξυσμένο όπως το μολύβι μας στις δυο άκρες του. 
 Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει πρώτος. Αυτός λοιπόν βάζει πάνω από μια μικρή σκαμμένη εσοχή στο έδαφος το τσιλίκι, παράλληλα προς το έδαφος, κι έχοντας τα άλλα παιδιά απένταντί του, ρίχνει με την τσιλίκα το τσιλίκι, όσο πιο μακριά μπορεί, προσέχοντας όμως να μην το πιάσουν τα άλλα παιδιά. 
 Αν το πιάσει ένα απ' τα παιδιά, τότε πηγαίνει αυτό το παιδί να ρίξει το τσιλίκι και εκείνος που το έριξε πριν, αλλάζει θέση και πηγαίνει απέναντι με τα άλλα παιδιά. Αν δεν το πιάσει κανείς, τότε κάποιος απ' τους απέναντι ρίχνει το τσιλίκι για να χτυπήσει την τσιλίκα, που την τοποθετεί εκείνος που έριξε το τσιλίκι οριζόντια στο έδαφος και αν τη χτυπήσει αυτός παίρνει τη θέση αυτού που έριχνε και αλλάζουν θέσεις.
Αν δε χτυπήσουν τη τσιλίκα, τότε ο κύριος παίχτης βάζοντας το τσιλίκι σε ένα σημείο κοντά στην εσοχή, χτυπάει το τσιλίκι με τη τσιλίκα του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης αν το χτυπήσει μία φορά δυνατά τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το 'ριξε μέχρι το σημείο που έπεσε με τη τσιλίκα του και όποιο νούμερο βρει, αυτό είναι οι πόντοι που κέρδισε.
 Επίσης αν πριν χτυπήσει το τσιλίκι του για να το στείλει μακριά, το χτυπήσει άλλη μια φορά (συνολικά 2) τότε τους πόντους, τους μετράει με το τσιλίκι και όχι με την τσιλίκα. Και αν το χτυπήσει 2 φορές (συνολικά 3), τότε οι πόντοι μετράνε με το διπλάσιο νούμερο που βρίσκεται μετρώντας την απόσταση με το τσιλίκι κ.ο.κ.


«Στεφάνι και Αγκλιδέρα» – «Κύλα» ή «το γκύλι» – «Τσέρκι»
Το τσέρκι

Παιχνίδι με 2 παίκτες και άνω. Ο κάθε παίκτης είχε ένα στεφάνι μεταλλικό (στεφάνι βαρελιού ή κάτι παρόμοιο) και ένα ραβδί . Το ένα άκρο του ραβδιού ήταν κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να μπορεί να στηρίζεται εκεί το στεφάνι. Στόχος των παικτών ήταν να μεταφέρουν το στεφάνι κυλώντας το με την βοήθεια του ραβδιού. Πιο δύσκολος γινόταν ο χειρισμός όταν ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Το παιχνίδι λεγόταν και "στεφάνι", "γκύλι", "κύλα", "γκίλιαντρους".




«Τυφλόμυγα» ή «τυφλοπάνι»



Με το κεφαλομάντηλο ,συνήθως   της μάνας, παιζόταν το τυφλοπάνι . Ένας παίκτης έδενε τα μάτια του με το πανί αυτό και προσπαθούσε να πιάσει κάποιον από τους άλλους παίκτες που σε σχηματισμό κύκλου και πιασμένοι με τα χέρια (σαν να χορεύουνε) προχωρούσαν κυκλικά γύρω του. Όταν τον πιάσει πρέπει να βρει πως τον λένε, αν τον έβρισκε αυτός έκανε την τυφλόμυγα αν όχι το παιχνίδι συνεχιζόταν . 
Πολλές φορές τραγουδούσαμε σε αυτόν που φορούσε το τυφλοπάνι. Όταν ήταν κορίτσι καθόταν στη μέση και έκανε αυτό που λένε οι στίχοι. Το τραγούδι ήταν:

Η μικρή Ελένη  
κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουνε
 οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω 

τα μάτια κλείσε
τον ήλιο κοίτα
 κι αποχαιρέτισε!
Και πιάσε όποιον θές!

   Μόλις τελειώσει το τραγούδι, η μικρή Ελένη σηκώνεται όρθια με κλειστά μάτια, υψώνει το κεφάλι κατά τον ήλιο κι έπειτα ψηλαφιστά πλησιάζει  τα παιδιά του κύκλου και διαλέγει ένα στην τύχη. Το παιδί που διάλεξε έπρεπε να βρει ποιο είναι ψηλαφίζοντάς το (χωρίς αυτό ή κάποιος άλλος να μιλήσει να μιλήσει). Αν το έβρισκε γινόταν αυτό   η μικρή Ελένη κια έπαιρνε τη θέση της στο κέντρο του κύκλου και το παιχνίδι ξανάρχιζε.

Όταν το παιδί που είναι στη μέση είναι αγόρι το τραγούδι ήταν:

Χαράλαμπος κοιτάζει
Σότερ νότερ
Σήκω χόρεψε έμπα μες στη μέση

Διάλεξε διάλεξε την κούκλα που σ’ αρέσει.

Παιζόταν με τον ίδιο τρόπο.


«Σκατόλια»

Παιχνίδι από 3 άτομα και πάνω. Κάθε παίκτης είχε την δικιά του σκατόλα. , μια πέτρα τετράγωνη και πλατσουκωτή. Ο σκατολάς βρισκόταν μέσα σε ένα τετράγωνο περίπου 20 mκαι στο μπροστινό σημείο "φύλαγε" το τενεκάκι. Οι άλλοι παίκτες βρίσκονταν σε απόσταση 7-8 m  από το τενεκάκι και πατούσαν σε μια μεγάλη πέτρα-αγκωνάρι (μάνα). Με τη σειρά έριχναν τη σκατόλα τους για να ρίξουν το τενεκάκι. Αν το πετύχαιναν έπρεπε ο σκατολάς να το ξαναστήσει , ενώ ο παίκτης ταυτόχρονα προσπαθούσε να πατήσει την σκατόλα του. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι ο σκατολάς να κάψει έναν άλλο παίκτη και να πάρει τη θέση του. Για να γίνει αυτό έπρεπε το τενεκάκι να είναι στημένο και ο παίκτης να μην πατά την σκατόλα του ή τη μάνα.



«Αλάτι χονδρό-Αλάτι ψιλό» ή «Το μαντιλάκι»




Το παιχνίδι αυτό παίζεται από πολλά παιδιά που συγκεντρώνονται και βγάζουν με κλήρο τη "μάνα". Ύστερα κάνουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω, με τις παλάμες ανοιχτές.
Η μάνα στέκεται έξω από τον κύκλο και βαστάει ένα μαντήλι. Κάνει μια βόλτα γύρω από τον κύκλο αντίθετα από τους δείχτες του ρολογιού τραγουδώντας:
«Αλάτι ψιλό, αλάτι χονδρό.
Έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω.
Παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό…»
Την ώρα που τραγουδάει γύρω από τον κύκλο, πετάει το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει μέχρι να καταλάβουν ότι δεν κρατάει πια το μαντήλι. Το παιδί που πήρε το μαντήλι σηκώνεται και αρχίζει να κυνηγάει τη μάνα γύρω, στην εξωτερική πλευρά του κύκλου. Αν δεν καταφέρει να την πιάσει σε μια ολόκληρη στροφή του κύκλου, η μάνα κάθεται στη θέση του και γίνεται αυτό μάνα. Αν  πιάσει τη μάνα αυτή μπαίνει στο κέντρο του κύκλου και μιμείται ένα ζώο. Το παιδί που πήρε το μαντήλι γίνεται μάνα και αρχίζει να κυνηγάει. Το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι μέχρι να το βαρεθούν.
Το τραγούδι μπορεί να είναι:
«Το μαντηλάκι πέρασε
κι η κόρη το γυρεύει
πού ’ντο

νάτο και πάει παρακάτω…»


«Λύκε, λύκε είσ' εδώ» ή «Περπατώ εις το δάσος»

     Ένα παιδί, συνήθως το μεγαλύτερο, που μπορεί να κάνει τη φωνή του άγρια και χοντρή, τραβιέται παράμερα και παριστάνει το λύκο. Τ' άλλα παιδιά σχηματίζουν μια ομάδα που προχωράει στο «δάσος» προς το μέρος του λύκου. Ακούγεται ο παρακάτω διάλογος:
Παιδί:   Περπατώ, περπατώ εις το δάσος, όταν ο λύκος δεν είν' εδώ. Λύκε, λύκε, είσ' εδώ; 
 Λύκος:   Ναιαιαι! Βάζω το παντελόνι μου. 
 Παιδί:   Περπατώ, περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είν' εδώ. Λύκε, λύκε, είσ' εδώ;
 Λύκος:   Ναιαιαι! Βάζω το πουκάμισο μου!
 Κι ο διάλογος συνεχίζεται, ώσπου να φορέσει ο λύκος όλα τα ρούχα του, οπότε φωνάζει:
Λύκος:   Ναιαιαι! Παίρνω τη μαγκούρα μου και σας κυνηγώ!   Και τρέχει να πιάσει τα παιδιά. Όποιο πιάσει, το δέρνει, αλλά το παιδί αποζημιώνεται γιατί γίνεται αυτό λύκος και βγάζει το άχτι του στα άλλα.
Συχνά ο λύκος απαντάει «παίρνω το μπαστούνι μου και σας κυνηγώ» προτού συμπληρώσει τη φορεσιά του, ενώ τα παιδιά είναι ξένοιαστα, ακριβώς για να τα αιφνιδιάσει και να τα πιάσει εύκολα.


«Κρυφτοτενεκάκι»

Παιζόταν σαν το κρυφτό. Στη θέση του παιδιού που φυλάει, ένα παιδί κλωτσά έναν τενεκέ δυνατά και ύστερα τρέχει να τον πιάσει και να τον βάλει στη θέση του. Μέχρι να γίνει αυτό οι άλλοι κρύβονται και μετά ψάχνει να τους βρει.


«Ο Βασιλιάς»
Τα παιδιά μιμούνται 

Τα παιδιά "τα βγάζουν" κι ένας τους γίνεται βασιλιάς. Ο βασιλιάς κάθεται κάπου, ενώ οι άλλοι απομακρύνονται για να διαλέξουν ποιο επάγγελμα θα παραστήσουν και με ποιες κινήσεις. Όταν τελειώσουν επισκέπτονται τον βασιλιά και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
 - Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά, τι δουλειά;
- Τεμπελιά!
 - Και τα ρέστα;
- Παγωτά.
- Είπε η γιαγιά να μας κάνεις μια δουλειά.
- Τι δουλειά;
 Τότε τα παιδιά κάνουν τις κινήσεις του επαγγέλματος που διαλέξανε. Αν ο βασιλιάς το καταλάβει, το φωνάζει και κυνηγάει να πιάσει ένα παιδί που γίνεται βασιλιάς. Αν δεν το καταλάβει, ξανακάθεται και τα παιδιά μιμούνται κάτι άλλο.


«Ρολογάς»





Τα παιδιά τα βγάζουν με λάχνισμα κι εκλέγεται ένα παιδί, που θα κάνει τον ρολογά. Ο ρολογάς στέκεται σ' ένα σημείο και όλα τα άλλα παιδιά στέκονται σε απόσταση 10-15 μέτρων απ' αυτόν. Τότε, κάθε παιδί με τη σειρά του ρωτά:
Ρολογά, ρολογά, τι ώρα είναι;
Ο ρολογάς του απαντάει ό,τι θέλει π.χ.
- Δύο μεγάλα βήματα μπροστά ή πέντε μικρά βήματα πίσω κ.τ.λ.
Έτσι κάθε παιδί κινείται, πλησιάζει ή απομακρύνεται από τον αρχηγό, ανάλογα με τις εντολές του. Οι ερωτήσεις επαναλαμβάνονται κανονικά, μέχρις ότου καταφέρει κάποιο παιδί να φθάσει το ρολογά. Τότε μπαίνει αυτό ρολογάς και το παιχνίδι ξαναρχίζει.








«Το Μπιζζζ!»




Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα "φυλάει". Αυτός λοιπόν κάθεται σ' ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του. 
 Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ' αριστερά του και ένας απ' αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας "Μπιζζ!" όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.






«Κρυφτό» 



"Το κρυφτό"

Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω. Ένα παιδί τα «φυλάει» με κλειστά μάτια (μετράει έως το 200- 5, 10, 15, 20...), σε ένα συγκεκριμένο σημείο και οι άλλοι τρέχουν να κρυφτούν. Μόλις τελειώσει αρχίζει να ψάχνει  τα παιδιά που κρύφτηκαν. Όταν βρει ένα παιδί πηγαίνει να το «φτύσει» (λέει "φτου") και το όνομα του παιδιού στο σημείο που τα φυλούσε. Όταν βρει όλα τα παιδιά, τα φυλάει ένα άλλο παιδί (συνήθως αυτό που βρήκε πρώτο). Αν κάποιο από τα παιδιά που ήταν κρυμμένο μπορέσει να φτάσει στο σημείο  που τα «φυλάει» πριν από αυτόν που τα φυλάει και τα «φτύσει» (λέει «φτου για μένα) τότε δε μπαίνει στη διαδικασία να τα «φυλάξει».
Σε μια παραλλαγή το τελευταίο παιδί μπορεί να πει "φτου ξελευθερία" για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. 'Αμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που "έφτυσε" πρώτο.

«΄Οπλα» ή «πόλεμος»

Χρειάζεται: Ξύλα που είναι βολικά να τα κρατήσεις και να μπορείς να τρέξεις. ΄Ενα μέρος, ας πούμε δάσος ή ένα μεγάλο σπίτι με πολλές γωνίες. 
 Παίζεται με 4 ή και περισσότερα παιδιά 
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο έως τέσσερις ομάδες (με διαφορετικά χρώματα μπλούζας για κάθε ομάδα).
Στην αρχή μια ομάδα μετράει μέχρι το 10 και οι άλλες φεύγουν στο στρατόπεδό τους. Το στρατόπεδο η κάθε ομάδα το έχει ορίσει κρυφά από τις άλλες ομάδες. 
Σκοπός είναι να σκοτώσεις κάποιον από την αντίπαλη ομάδα ή να πάρεις κάποιον όμηρο. 
 Πώς γίνεται αυτό: Για να σκοτώσεις κάποιον στοχεύεις με το ξύλο και κάνεις τον ήχο του πυροβόλου. Κανονικά ο άλλος πρέπει να πέσει κάτω και να κλείσει τα μάτια του για 10 δευτερόλεπτα. Βέβαια, αν ο άλλος δεν το ακούσει πρέπει να του πεις ότι τον "σκότωσες". Για να πιάσεις όμηρο πρέπει να πας από πίσω του και να του πεις "ακίνητος". Αυτός δεν έχει το δικαίωμα να φύγει εκτός εάν κάποιος από την δικιά του ομάδα σκοτώσει αυτόν που τον πήρε όμηρο. Το παιχνίδι αυτό μπορεί να μην τελειώσει ποτέ!!!


«Πήδημα προς τα πίσω»

Τα παιδιά στήνονται πίσω από ένα ρυάκι ή ένα ποτάμι. Μετά πηδάνε προς τα πίσω και όποιος δεν πέσει στο νερό είναι ο νικητής και οι άλλοι έχουν χάσει.




«Βαρελάκια»
"Τα βαρελάκια"

Το παιχνίδι είναι απλό. Παίζεται με τρεις παίχτες και πάνω. Οι 2 παίχτες σκύβουν στη σειρά αλλά ο ένας αραιά από τον άλλον. Ο 3ος πηδάει από πάνω τους βάζοντας τα χέρια του στην πλάτη του μπροστινού του, μετά ανοίγει τα πόδια του και περνάει από πάνω. Όταν πηδήξει πάνω από όλους τον έναν μετά τον άλλον, ο τελευταίος πηδάει πάνω απ' τους άλλους. Χάνει αυτός που θα χάσει την ισορροπία του.
Σε μια παραλλαγή του παιχνιδιού με περισσότερους παίχτες, το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί συναγωνιστικά με δύο ομάδες, σε συγκεκριμένη απόσταση.


«Μέλισσα μέλισσα» 






Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες και, πιασμένα γερά από τα χέρια, στέκονται αντικριστά με μια απόσταση δεκαπέντε είκοσι μέτρων ανάμεσά τους.
Η πρώτη ομάδα φωνάζει:
 - Μέλισσα, Μέλισσα!
Η δεύτερη απαντά: 
- Μέλι γλυκύτατο!
Η πρώτη : 
- Σε ποιόν παραγγείλατε;
Η άλλη ζητάει έναν παίχτη:
 -Στον Κωστή!
Τότε αυτός ο παίχτης τρέχει καταπάνω τους και πέφτει με δύναμη πάνωσε όποιο πιάσιμο χεριών του φαίνεται το πιο αδύναμο. Αν καταφέρει να σπάσει το δεσμό των χεριών, παίρνει ένα παιδί από αυτήν την ομάδα και το φέρνει στη δική του. Αντίθετα, αν δεν μπορέσει να σπάσει την ένωση, μένει ο ίδιος με τους άλλους.
Κερδίζει η ομάδα που θα τους πάρει όλους.



«Κάθομαι δεν κάθομαι»

Αυτό το παιχνίδι παίζεται από κορίτσια που είναι από 8 έως 10 ετών. Με λαχνό βρίσκεται το κορίτσι που θα τα φυλάει. Τα υπόλοιπα κορίτσια γυρίζουν από γύρω της και λένε τους παρακάτω στίχους:
-Κάθομαι δεν κάθομαι
στη φωλιά μου κάθομαι.
΄Οταν τα παιδιά δούνε το κορίτσι που φύλαγε να πλησιάζει, κάνουν ότι κάθονται. Αν το κορίτσι που τα φυλάει καταφέρει να πιάσει ένα από τα υπόλοιπα παιδιά πριν καθίσει τα φυλάει εκείνο το κορίτσι που έπιασε. Κανένα όμως κορίτσι δεν πρέπει να καθίσει τόσο βαθιά ώστε να ακουμπήσει το έδαφος γιατί βγαίνει από το παιχνίδι και τα κορίτσια τα υπόλοιπα της λένε:
Εσπασες τα αβγά σου.


«Κλέφτες και αστυνόμoι»

Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται με πολλούς παίχτες σε ένα πλάτωμα. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία, η μικρότερη, είναι οι αστυνόμοι. Τα υπόλοιπα παιδιά αποτελούν τους κλέφτες.
Το παιχνίδι εξελίσσεται σαν ένα κοινό κυνηγητό ανάμεσα στις δύο ομάδες. Οι κλέφτες, όταν θέλουν να ξεκουραστούν, πάνε σ' ένα συγκεκριμένο σημείο το οποίο ονομάζεται σπίτι ή λημέρι (συνήθως ένας κύκλος χαραγμένος στο έδαφος). Εκεί οι αστυνόμοι δεν μπορούν να τους πιάσουν. 'Οταν όμως ο αστυνόμος πιάσει τον κλέφτη τον οδηγεί στη φυλακή, η οποία βρίσκεται συνήθως όσο πιο μακριά γίνεται από το σπίτι (ένας άλλος κύκλος χαραγμένος στο έδαφος) .
Ένας φυλακισμένος παίχτης ελευθερώνεται όταν ένας σύντροφός του του ακουμπήσει το χέρι και φωνάξει "ξελέ". Σε περίπτωση που οι φυλακισμένοι κλέφτες είναι πολλοί, κάνουν το εξής κόλπο: πιάνουν τα χέρια τους στη σειρά και απλώνονται όσο πιο έξω μπορούν (ένας βρίσκεται "μέσα" στη φυλακή και οι άλλοι, κρατώντας χέρι χέρι, προχωρούν προς το σπίτι). Ο ελεύθερος παίχτης, αγγίζοντας το χέρι ενός φυλακισμένου, ελευθερώνει όλους όσους συμμετέχουν στην αλυσίδα. Φυσικά, απαγορεύεται αυστηρά στους αστυνομικούς να φρουρούν τους φυλακισμένους παίχτες, κανόνας που όποιος παραβεί αποβάλλεται αυτομάτως από το παιχνίδι. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι κλέφτες φυλακιστούν, και πολλές φορές αυτό δε συμβαίνει ποτέ!




«Τα νούμερα»




Τα νούμερα είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με έξι ή παραπάνω παιδιά.
Για να παίξουμε αυτό το παιχνίδι χρειαζόμαστε ένα μαντίλι ή μια μπάλα και υλικό για να σημαδέψουμε το χώρο του παιχνιδιού (π.χ. μία κιμωλία), εναλλακτικά μπορούμε να παίξουμε στο γήπεδο καλαθοσφαίρισης ή πετοσφαίρισης.
 Με την κιμωλία σχεδιάζουμε έναν κύκλο. Στο κέντρο του τοποθετούμε το μαντίλι ή τη μπάλα. Δεξιά και  αριστερά από τον κύκλο και σε απόσταση 10 με 15 μέτρα από το κέντρο του κύκλου χαράσσουμε δύο παράλληλες γραμμές.
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Αριθμούμε τους παίχτες ξεκινώντας από τον αριθμό 1 σε   κάθε ομάδα. Φωνάζουμε έναν αριθμό. Οι παίχτες των δύο ομάδων που αντιπροσωπεύουν αυτόν τον αριθμό τρέχουν να πιάσουν το μαντίλι ή τη μπάλα από το κέντρο του κύκλου.
Στόχος του παιχνιδιού είναι ο παίχτης να πάρει τη μπάλα ή το μαντίλι και να περάσει τη γραμμή της ομάδας του, χωρίς να τον πιάσει ο αντίπαλός του. Αν τον πιάσει, ο πόντος είναι για την ομάδα του αντιπάλου. Αν όμως ο αντίπαλος περάσει τη γραμμή του ο πόντος είναι δικός του. Η συνέχεια δίνεται από το κέντρο πάλι, αφού αφήσουμε το μαντίλι ή τη μπάλα και φωνάξουμε έναν άλλο αριθμό. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν φωνάξουμε όλους τους αριθμούς. Κερδίζει η ομάδα που έχει τους περισσότερους πόντους.
Παραλλαγές: Αντί να φωνάζουμε τους αριθμούς μπορούμε να φωνάζουμε χαρακτηριστικά που μπορεί να έχουν τα παιδιά (π.χ. να έρθουνε αυτοί που έχουν μακριά μαλλιά.
Αντί για μαντήλι μπορούμε να βάλουμε μπάλες μέσα σε στεφάνια και τα παιδιά να ακουμπάνε τις μπάλες.


«Η κολοκυθιά»

Η κολοκυθιά είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται και σήμερα με τρεις, αλλά και περισσότερους παίχτες. Το κάθε παιδί παίρνει ένα νούμερο. Μετά το παιδί που έχει το νούμερο (ένα), αρχίζει λέγοντας :
 " Στου παππού το περιβόλι, που το αγαπούμε όλοι, είναι μια κολοκυθιά, πλάι-πλάι στη ροδιά. Κάνει πέντε κολοκύθια στρογγυλά, μα την αλήθεια θα τα δώσει ο παππούς μποναμά της αλεπούς. Δυο θα δέσει στην ουρά της κι όλα τα άλλα στα παιδιά της". 'Επειτα ρωτάει : " Ποιος θα πάει στην αλεπού ; " " Ποιός θα της πάει τα κολοκύθια ; " Αργότερα το ίδιο παιδί λέει " να πάει το ..." και το παιδί που έχει αυτό το νούμερο λέει " γιατί να πάει το ...; Να πάει το ..." κ.λ.π. 'Οποιο παιδί απαντήσει χωρίς να είναι το νούμερό του, χάνει και παίρνει παρατσούκλι ή κάνει κάτι που του έχει ορίσει η παρέα.
Συχνά ακούμε τη φράση : Μα καλά, την κολοκυθιά θα παίξουμε ; Αυτό το λέμε όταν κάποιοι διαφωνούν και ρίχνει ο ένας στον άλλο την ευθύνη.



Πατήστε για να δείτε σε βίντεο πώς παιζόταν το παιχνίδι:     https://youtu.be/4eKQdTyyQJU?t=40





«Μακριά γαϊδούρα» ή «Γκαμήλα»



"Η μακριά γαϊδούρα"

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες. Η κάθε ομάδα έχει 5-6 παίκτες. Η «μάνα» της ομάδας που τα φυλάει ακουμπάει με την πλάτη στον τοίχο. Ένα  παιδί της ίδιας ομάδας ακουμπάει τα χέρια του στα γόνατα της μάνας, όπου και στηρίζεται, ενώ όλα τα παιδιά πίσω του σκύβουν, ακουμπώντας το στήθος τους στις πλάτες του μπροστινού τους, και πιάνονται γερά, περνώντας τα μπράτσα τους ολόγυρα στη μέση του μπροστινού τους, έτσι που να σχηματίζουν μια γέφυρα.
Μόλις δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά της αντίπαλης ομάδας, έχοντας μπροστά τον πιο επιδέξιο και ευκίνητο παίχτη, αρχίζουν να πηδάνε πάνω απ' τις πλάτες των σκυμμένων παιδιών. Ο πρώτος παίχτης πρέπει, με ένα πήδημα, να φτάσει όσο γίνεται πιο μπροστά στη γέφυρα, σχεδόν κοντά στη μάνα, για να υπάρχει πίσω του χώρος για όλα τα παιδιά. Όταν όλα τα παιδιά σκαρφαλώσουν, η καθισμένη μάνα αρχίζει και μετράει μέχρι το δέκα. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά που είναι σκυμμένα κινούνται, γέρνουν, ανεβοκατεβάζουν την πλάτη τους...
    Αν η πρώτη ομάδα δεν πέσει κάτω, τότε κερδίζει. Αν πέσει κάτω, κερδίζει η δεύτερη ομάδα. Τότε αλλάζουν ρόλους.



 «Το τούνελ» ή «η σήραγγα»

Το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί σε ανοιχτό χώρο αλλά και σε μικρό γυμναστήριο. Ο αριθμός των συμμετεχόντων μπορεί να είναι από 10 παίχτες και πάνω ηλικίας 6 χρονών και πάνω. Απαραίτητος εξοπλισμός δύο  μαλακές μπάλες (χειροσφαίρισης).
Τα παιδιά βρίσκονται το ένα πίσω από το άλλο σε 2 ισάριθμες ομάδες με τα πόδια σε διάσταση. Το πρώτο παιδί κάθε ομάδας κρατάει τη μπάλα. Με το σφύριγμα της έναρξης του παιχνιδιού προσπαθεί να περάσει τη μπάλα στο τούνελ  κάτω από τα ανοιχτά πόδια των συμπαιχτών του. Μόλις η μπάλα φτάσει στο τέλος του τούνελ, ο τελευταίος παίχτης παίρνει τη μπάλα πηγαίνει στην αρχή του τούνελ και ρίχνει τη μπάλα κάτω από τα ανοιχτά πόδια των συμπαιχτών του. Ο τελευταίος της σειράς γίνεται πρώτος με τη μπάλα την οποία ρίχνει πάλι κάτω από τα πόδια κ.λπ. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν φτάσουμε σε αυτόν που ξεκίνησε το παιχνίδι.
Παραλλαγή: Τα παιδιά βρίσκονται το ένα πίσω από το άλλο σε 2 ομάδες με τα πόδια σε διάσταση. Το τελευταίο παιδί κάθε ομάδας προσπαθεί να περάσει με τα τέσσερα κάτω από τα ανοιχτά πόδια του τούνελ και να φθάσει μπροστά. Μετά ξεκινάει ο επόμενος. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν φτάσουμε σε αυτόν που ξεκίνησε το παιχνίδι.


«Ο γίγαντας»

Το παιχνίδι παίζεται σε μια μεγάλη αίθουσα σε υπαίθριο χώρο ή σε  ένα γήπεδο καλαθοσφαίρισης ή χειροσφαίρισης ή πετοσφαίρισης, χρησιμοποιώντας την κεντρική και τις τελικές γραμμές για όρια. Μπορεί να παιχτεί από έξι παίχτες και πάνω ηλικίας έξι χρονών και πάνω.
Οι παίχτες στέκονται στη μια άκρη της αίθουσας – ή στην τελική γραμμή ενός γηπέδου πετοσφαίρισης ή καλαθοσφαίρισης. Στη μέση της αίθουσας ή στο κέντρο του γηπέδου είναι ο «γίγαντας» που ρωτάει με δυνατή φωνή: «Φοβάστε τον γίγαντα;». Τα παιδιά  (παίχτες) απαντούν «όχι». Ο γίγαντας ξαναρωτάει, δεύτερη φορά. Τα παιδιά απαντούν «όχι», για δεύτερη φορά. Ο γίγαντας ξαναρωτάει, τρίτη φορά. Τα παιδιά απαντούν «όχι» για τρίτη φορά και ο γίγαντας  δίνει το σύνθημα: «καλά, περάστε αφού δε φοβάστε». Τότε τα παιδιά τρέχουν να φτάσουν στην απέναντι πλευρά  της αίθουσας ή στην απέναντι τελική γραμμή του γηπέδου προσπαθώντας να αποφύγουν τον γίγαντα. Προσοχή τα παιδιά δεν επιτρέπεται να γυρίσουν πίσω.  Όποιον αγγίξει ο γίγαντας γίνεται και αυτός γίγαντας. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν οι γίγαντες έχουν καταφέρει να τους πιάσουν όλους εκτός από έναν. Αυτός γίνεται γίγαντας και το   παιχνίδι επαναλαμβάνεται.
Παραλλαγές του παιχνιδιού: Μπορούμε να βάλουμε περισσότερους γίγαντες (δύο ή τρεις ) και κάθε φορά που πιάνουν κάποιον, αυτός να βγαίνει έξω. Μόλις μείνουν τρία παιδιά  ολοκληρώνεται ένας γύρος του παιχνιδιού, αυτοί είναι οι νικητές και αυτοί που θα πάρουν τη θέση των  γιγάντων  για να ξεκινήσει επόμενος γύρος παιχνιδιού.
Σε μια άλλη παραλλαγή αν κάποιος από τους τρεις γίγαντες πιάσει κάποιον μαθητή, τότε αλλάζουν αμοιβαία θέση (ο μαθητής γίνεται γίγαντας και ο γίγαντας μαθητής). Επίσης μπορούμε να βάλουμε σαν κανόνα του παιχνιδιού να γίνεται πάντοτε γίγαντας αυτός που περνάει τελευταίος την κεντρική γραμμή που στέκεται ο γίγαντας.


«Ο κροκόδειλος»

Παραλλαγή του γίγαντα μπορεί να θεωρηθεί ο «κροκόδειλος». Σε αυτό το παιχνίδι ή σημαντική διαφορά είναι ότι ο γίγαντας ή οι γίγαντες κινούνται σε έναν περιορισμένο χώρο, που βρίσκεται στο κέντρο του γηπέδου της πετοσφαίρισης  (χαράζουμε ένα μεγάλο κύκλο στο κέντρο ή δύο παράλληλες γραμμές δεξιά και αριστερά από την κεντρική γραμμή του γηπέδου όπου ο «γίγαντας» -εδώ ονομάζεται  «κροκόδειλος»- είναι υποχρεωμένος να κινείται - η «λίμνη» του ). Οι υπόλοιποι μαθητές παίρνουν θέση στη μία τελική γραμμή του γηπέδου .  Ο «κροκόδειλος »  ρωτάει με δυνατή φωνή: «Φοβάστε τον κροκόδειλο;». Τα παιδιά απαντούν «όχι». Την τρίτη φορά  ο  «κροκόδειλος »   δίνει το σύνθημα: «Καλά, περάστε αφού δε φοβάστε». Τότε τα παιδιά τρέχουν να φτάσουν στην απέναντι πλευρά  της αίθουσας ή στην απέναντι τελική γραμμή του γηπέδου προσπαθώντας να αποφύγουν τον «κροκόδειλο», ο οποίος δεν πρέπει να περάσει τα όρια της «λίμνης». Προσοχή τα παιδιά δεν επιτρέπεται να γυρίσουν πίσω.  Όποιον αγγίξει ο «κροκόδειλος »   γίνεται και αυτός «κροκόδειλος » . Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν οι «κροκόδειλοι » έχουν καταφέρει να πιάσουν όλους εκτός από έναν. Αυτός γίνεται «κροκόδειλος »  και το   παιχνίδι επαναλαμβάνεται.
Μπορούν να παιχτούν όλες οι παραλλαγές από το παιχνίδι με τους γίγαντες, με μόνο περιορισμό ο «κροκόδειλος » να κινείται μέσα στη λίμνη του.


«Τα αεροπλανάκια» ( κυνηγητό)


Ορίζουμε 2-3 παιδιά σαν κυνηγούς και τα υπόλοιπα είναι τα αεροπλανάκια που τρέχουν με τα χέρια στην έκταση. Με όποιο αεροπλανάκι ακουμπήσει ο κυνηγός, γίνεται αλλαγή ρόλων. Κυνηγοί γίνονται και τα αεροπλανάκια που θα συγκρουστούν μεταξύ τους . Όποια αεροπλανάκια δεν συγκρούστηκαν ή δεν πιάστηκαν είναι οι νικητές.
Παραλλαγή: Μπορεί να ξεκινήσει ένας κυνηγός με τα χέρια στην έκταση σαν αεροπλάνο και κυνηγά τους άλλους. Όποιον ακουμπά με τα φτερά του (ανοιχτά χέρια) τον κάνει και αυτόν αεροπλάνο. Κερδίζει αυτός που θα γίνει τελευταίος αεροπλάνο.


«Αλυσίδα» ή «συνεργείο» (κυνηγητό)

«Η αλυσίδα» ή «συνεργείο» είναι  ένα κυνηγητό συνεργασίας.  Μπορούν να συμμετέχουν 12 παίχτες και πάνω ηλικίας 8 χρονών και πάνω.
            Οριοθετούμε ένα μεγάλο χώρο ή ορίζουμε σαν χώρο του παιχνιδιού μας τα όρια ενός γηπέδου (π.χ. γήπεδο χειροσφαίρισης) ανάλογα με τον αριθμό των παιχτών που έχουμε. Οριοθετούμε επίσης ένα τετράγωνο 3Χ3 περίπου που θα είναι το «συνεργείο».
Οι παίχτες είναι σε ζευγάρι πιασμένοι χέρι-χέρι. Επιλέγουμε ένα ζευγάρι που θα αναλάβει το ρόλο του κυνηγού. Αυτό το ζευγάρι κυνηγά τους παίχτες, προσπαθώντας να αγγίξει κάποιο άλλο ζευγάρι.  Όποιο αγγίξει τον πιάνει από το ένα του χέρι. Τώρα κυνηγούν δύο ενωμένα ζευγάρια και αν αγγίξουν κάποιο άλλο ζευγάρι με το χέρι από τους ελεύθερα ζευγάρια τον κάνουν μέρος της αλυσίδας. Αν αναγκαστεί κάποιο ζευγάρι πάνω στο κυνηγητό να σπάσει ή να βγει έξω από τα όρια του χώρου είναι υποχρεωμένο να ενωθεί με την αλυσίδα
            Αν η αλυσίδα σπάσει (οι παίχτες αφήσουν τα χέρια), τότε είναι υποχρεωμένη να γυρίσει στο συνεργείο, να «επιδιορθωθεί» και μετά να συνεχίσει το κυνηγητό.
            Το κυνηγητό από την αλυσίδα συνεχίζεται μέχρι να μείνει ένα μόνο ελεύθερο ζευγάρι. Αυτό είναι ο νικητής και ξεκινάει καινούριο παιχνίδι.
Παραλλαγή: Το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί με  το ζευγάρι που ορίστηκε να κυνηγά τους παίχτες, προσπαθώντας να αγγίξει κάποιο άλλο ζευγάρι. Αν το καταφέρει αρχίζει να κυνηγά το άλλο ζευγάρι.
Επίσης αν κάποιο από το ζευγάρι που το κυνηγάνε σπάσει ή βγει έξω από τα όρια, γίνεται αυτό το ζευγάρι των κυνηγών. Το κυνηγητό συνεχίζεται μέχρι να γίνουν όλα τα ζευγάρια κυνηγοί. Το ζευγάρι των κυνηγών μπορεί να κρατάει ένα μαντήλι για να ξεχωρίζει και να το δίνει κάθε φορά στο ζευγάρι που θα κυνηγά.



«Κορόιδο» ή «Ο κλέφτης της μπάλας»

Για να παιχτεί αυτό το παιχνίδι χρειάζονται από 3 παιδιά και πάνω και μια μπάλα.
Τα δυο παιδιά κάθονται το ένα απέναντι από το άλλο σε κάποια απόσταση και στη μέση το τρίτο.
Τα δυο παιδιά πετούν το ένα τη μπάλα στο άλλο και το τρίτο προσπαθεί να την πιάσει. Αν καταφέρει να την πιάσει, παίρνει τη θέση του αυτού που την πέταξε.







ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ηλεκτρονικές πηγές:




Βιβλιογραφία:


Μαρούλα Κλιάφα – Ζωή Βαλάση «Ας παίξουμε πάλι», Εκδόσεις Κέδρος


Γεωργία Ταρσούλη «Τα παιχνίδια μας», ΟΕΔΒ

Πασχαλούδης Νίκος, (2001)"Τότε που παίζαμε"  Αθήνα, 2008 Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις: ιδιωτική.

Σαγώνας Γιώργος, (2013)  "Παραδοσιακά παιχνίδια", Τόμος Α΄ και Β΄,   Ειδική έκδοση για τη εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"


Κροντηρά, Λ. (2002). Ελάτε να παίξουµε. Αθήνα: εκδ. Φυτράκη. 

Εφημερίδες:












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Κύριοι στόχοι της  Φυσικής Αγωγής   στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση,  είναι η ενίσχυση της υγείας του μαθητή...