Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Τα λαχνίσματα


Τα λαχνίσματα



Τα λαχνίσματα λέγονται από τα παιδιά, πριν αρχίσει το παιχνίδι, για να αποφασιστεί δίκαια από την τύχη ποιο θα τα «φυλάει». Λεγόταν αλλιώς και κορωνίσματα, δειξίματα, κληρωσιές, βγαλσίματα.
Για να τα «βγάλουν» με λάχνισμα, ή αλλιώς για να λαχνίσουν, τα παιδιά στέκονται σε κύκλο και αυτό που έχει οριστεί να τα βγάλει, αγγίζει διαδοχικά τα παιδιά, ενώ απαγγέλει συλλαβιστά τους στίχους. Σε όποιο παιδί τύχει η τελευταία συλλαβή ή η τελευταία λέξη αυτό βγαίνει. Το λάχνισμα ξαναρχίζει, ώσπου να μείνει στο τέλος μόνο ένα παιδί. Αυτό θα τα φυλάει.
Στα λαχνίσματα, πολλές φορές περιέχονται ερωτήσεις και προσκλήσεις επιλογής, π.χ. «και τι χρώμα θα ζητήσει;» ή «πες έναν αριθμό». Την επιλογή αυτή την κάνει το παιδί στο οποίο έτυχε η τελευταία συλλαβή της ερώτησης. Αυτό που τα βγάζει θα αρχίσει το μέτρημα από το επόμενο παιδί. Αν έχει προσδιοριστεί ένα χρώμα, το παιδί στο οποίο έτυχε θα πρέπει να έχει πάνω του αυτό το χρώμα.
Σε μερικά λαχνίσματα, πριν η μάνα αρχίζει να απαγγέλλει, βάζει τη δεξιά γροθιά της όρθια στο στόμα και λέει «Μπούφ».  Αυτό γίνεται στον «Καρακατσάνη».

Μπούφ
Ο Καρακατσάνης
μπήκε στο τηγάνι
κι έφαγε (έσπασε) τ αυγά.
Γιατί, Καρακατσάνη
μπήκες στο τηγάνι
κι έφαγες τ αυγά;
Φάε τώρα μία καρπαζιά.




Τζένη Καρέζη,
Κώστας Κακαβάς,
Αλίκη Βουγιουκλάκη,
εσύ θα τα φυλάς!

Γιώργος Αλκαίος,

Σάκης Ρουβάς,
Έλενα Παπαρίζου,
εσύ θα τα φυλάς!

Θα μετρήσω ως το δέκα
κι όποιος βγει θα  τα φυλάει.
Ένα, δύο, τρία, …, δέκα.

Εναράκι, δυαράκι, τριαράκι, τεσσαράκι, πενταράκι, εξαράκι, εφταράκι, οχταράκι, εννιαράκι, δεκαράκι, Βασιλάκη. (Μακεδονίας).

Ένα δύο πέντε δέκα
και του Παντελή η γυναίκα
έσκυψε να πάρει πέτρα
να χτυπήσει την Αννέτα
κι η Αννέτα το Γιωργάκη
το χρυσό παλικαράκι.

Ένα δύο τρία,
πήγα στην κυρία,
μου ’δωσε ένα μήλο,
μήλο δαγκωμένο,
το ’δωσα στην κόρη,
έκανε αγόρι,
το ’βγαλε Θανάση,
σκούπα και φαράσι.

-Είσαι Κινεζάκι;
-Ναι.
-Τρως πολύ ρυζάκι;
-Ναι
-Πόσες κουταλιές
-Εφτά
-Μία, δύο, τρείς, … εφτά.

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε,
έξι, εφτά, οχτώ, εννέα, δέκα,
και του Παντελή η γυναίκα
πήγε να αγοράσει γάλα
και κατάπιε την κουτάλα.
-Πού να πάει να γιατρευτεί;
-Στην Αγιά Παρασκευή
που ’χει δώδεκα γιατρούς
και σαράντα παλαβούς.

Τρεις εφτά εικοσιμία
κι ο παπάς τριανταμία
βάζω στοίχημα δεκάξι
κι όποιος βγει θα τα φυλάξει.

Ένα κι ένα δυο,
την κόρη σου αγαπώ,
δώσε την μου να την πάρω
με παπά και με κουμπάρο,
γιατί, αν δε μου τη δώσεις,
αύριο θα μετανιώσεις,
αύριο, μεθαύριο,
φεύγω για το Λαύριο.
Ω! Ω! Ω! Ι! Ι! Ι!
Τα φυλάς εσύ.

Άκατα μάκατα σούκου τουμπέ
άμπερ φάμπερ ντομινέ
άκατα μάκατα σούκου τουμπέ
άμπερ φάμπερ, βγε!

Α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλόμ
α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλομ
μπλιμ μπλομ.

Α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλόμ
α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλομ
μπλιμ μπλομ.
σα θα πάμε εκεί
στη Νότια Αμερική
θα δούμε τον Ερμή
να παίζει μουσική
μ ένα κόκκινο σκουφί (βρακί).

-Έχω ένα αυτοκίνητο που όλο - όλο τρέχει.
-Και πού θα σταματήσει;
-Στη Γαλλία (π.χ.)
-Και τι χρώμα θα ζητήσει;
-Mπλέ (π.χ.)
-Η Γαλλία έχει χρώμα μπλέ.

Ε-ε-πικοντέ
λα μαρίν α φισοντέ
πάρ την κάπα σου λαντέ πικ!
Έπετι πονό σιγανό κιγκέ
κι από τη σαφά μα πορτέ πορτέ κλακί
Στο παιδί που θα του τύχει αυτή η λέξη του δίνουν  ένα χαστούκι και συνεχίζουν:
Μαντάμ σιγανό κιγκέ
ντέμο ντεμοντέ
αποστί παρλά
εν ντε σχε βου ντε πα. (Βόλος)

Ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά,
πίνω το γλυκό κρασί, απ’  την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι - κούι, μα κανένας δε μ’ ακούει.
Ανεβαίνουν τα παιδιά, σαν του Μάη τα  κλαριά,
ανεβαίνουν τα κορίτσια, τα λιγνά σαν κυπαρίσσια,
ανεβαίνουν κι οι γριές με τις κεντητές ποδιές.
Ανεβαίνουν κι οι παπάδες με τις κόκκινες λαμπάδες,
ανεβαίνουν τα παιδάκια με τα κόκκινα βρακάκια,
ανεβαίνω και εγώ με το κόκκινο αυγό.

Ανέβηκα στην πιπεριά, να κόψω ένα πιπέρι
κι η πιπεριά τσακίστηκε και μου ’κοψε το χέρι.
Δως μου το μαντιλάκι σου, το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου, που είναι ματωμένο.

Από δω κι από κει, θα στήσω ένα γεφύρι,
για να περάσει η αγάπη μου, να πάει στο πανηγύρι.
Η Θεσσαλία να καεί κι ο Βόλος να βουλιάξει
και τα καημένα Τρίκαλα, Θεός να τα φυλάξει.
Αγγελικούλα ζάχαρη, Αγγελικούλα μέλι,
Αγγελικούλα κρύο νερό που πίνουν οι αγγέλοι.
Η Αγγελικούλα αρρώστησε, της βάλανε αβδέλλες
και τρέχανε τα αίματα σαν κόκκινες κορδέλες. (Γιάννινα)

Τώρα βγήκε νέα μόδα
τα μαλλιά βερύκοκο
και οι ψείρες στο κεφάλι
παίζουνε κυνηγητό. (Λακωνία)

Τώρα βγήκε νέα μόδα
του γαιδάρου την ουρά
να την παίρνουν τα κορίτσια
να την κάνουν κατσαρά. (Ανδριανούπολη)

Τώρα άλλαξε η μόδα,
τα μαλλάκια ρικοκό,
η μαμά στο καφενείο,
ο μπαμπάς με το μωρό.
Ω! ω! ω! κάνει το μωρό,
θέλει παγωτό,
μα δεν του δίνω εγώ,
γιατί έχει πυρετό
σαράντα και μισό. (Θεσσαλία)

Μια κουκουβάγια βρωμερή
πίσω απ’ την πόρτα κατουρεί
και της φωνάζει ο μυλωνάς:
«Φύγε απ’ εδώ γιατί βρωμάς». (Βόλος)

Ανέβηκα σ ένα βουνό
και είδα ένα γουρούνι
το κοίταζα καλά-καλά
και σου ’μοιαζε στη μούρη.
Γω, γω γώ,
συ,  συ, συ
βγαίνεις και τα φυλάς εσύ!

Της κουμπάρας το παιδί,
έπεσε απ’ το σκαμνί,
βάρεσε στο πόδι του
και στο καλαπόδι του.
Ώσπου να ’ρθει η μάνα του
κι η σκύλα η αδερφή του,
επρόφτασεν ο άγγελος
του πήρε την ψυχή του.

Μπαμ στα Νέα
μπαμ στ Αρχαία
μπαμ στα Μαθηματικά
και του χρον’ στην ίδια τάξη
θα περάσουμε καλά.
Με μια βολτίτσα
στην παραλίτσα.
κι ένα χωνάκι παγωτό.

Πρώτη, Δευτέρα
μες στη μπουμπουνιέρα.
Τρίτη, Τετάρτη
μέσα στο παλάτι.
Πέμπτη, Έκτη
ξύλο που μας πέφτει. (Θεσσαλία)

Ο Αδάμ κι η Εύα
παίζανε κρυφτό
κι ο Αδάμ της λέει:
«Εύα σ αγαπώ»,
του μπο φλο.

Κορίτσια μην περάσετε
απ’ την οδό Σταδίου,
γιατί σας περιμένουνε
αγόρια Γυμνασίου.
Ο ένας είναι φοιτητής,
ο άλλος δικηγόρος,
ο τρίτος ο μικρότερος
είναι αεροπόρος (ή λιμοκοντόρος).
Η πρώτη βγαίνει με μαγιό,
η άλλη με μπικίνι,
η τρίτη η μικρότερη
φοράει σούπερ μίνι.
Ο ένας λέει «σ’ αγαπώ»,
ο άλλος «θα σε πάρω»,
κι ο τρίτος ο μικρότερος
«στεφάνι θα σου βάλω».

Είμαι η Πίπη
η Φακιδομύτη
και ’χω μία μύτη
ως το νεροχύτη
κι όταν την πιάνω
παίζω πιάνο
κι όταν την αφήνω
παίζω μαντολίνο.

Κοπερτί το κοπερτί
τάπι τάπι ρούσι
κοπερτί το κοπερτί
τάπι τάπι γκρί.

Σι μαριάμ μαριάμ μαριάμ
σο ντορεμί μακαρό μακαρό
λεο λεο τιπ τιπ τιπ
σι μαριάμ ουάν του θρι.

Ένι μένι
ντου ντου μένι
τρία ρομ
κάζακομ
πιφ τα λεβάντα πιφ.

Ήμουνα γανωτής
μέσα στην Αθήνα
κατσαρόλες γάνωνα
τα περνούσα φίνα.
Ήρθε μια γριά γριά
μια γριά νταρντάνα
μου ’φερε για γάνωμα
τρύπια καραβάνα.

-Πώς την κάνουν την μπουγάδα;
-Με νερό και σαπουνάδα
και μια χούφτα γαλατάδα.

Α στρα νταμ
πίκι πίκι ραμ
το ψωμί το λένε νταμ (ή μαμ)
και τη γάτα Καρολίνα
και τον ποντικό σωλήνα,
που πηγαίνει στην κουζίνα
και ψοφάει από την πείνα.

Πέντε φούσκες στον αέρα
περπατούν και πάνε πέρα
βρίσκουνε τον τηραπέρα
μάνα, πατέρα, βγες.

Η ώρα είναι μία
περνάει η αστυνομία
Η ώρα είναι δύο
περνάει το λεωφορείο
Η ώρα είναι τρεις
περνάει ωτομοτρίς
(η δεν περνάει κανείς)
Μία, δύο, τρεις.

-Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
τη χείρα της κόρης σας ζητώ.
-Οχτώ και οχτώ δεκάξι
αλλού την έχω τάξει.
-Δεκάξι και δεκάξι τριάντα δύο
να σας βράσω και τις δύο.

Γκουρμπανιά
πέθαν’ η μανιά
πήγαν να την θάψουν
κι βγήκε ζουντανιά.

Ντορεμί φασόλα
μου ’φυγε η σόλα
πήγε στο Παρίσι
να παραθερίσει
κι όταν θα γυρίσει
πάλι θα κολλήσει
στο παλιό παπούτσι
που ’χε ξεκολλήσει.

Ήρθε η γριά απ’ την πόλη
κι έφερε το χάσει – χάσει
Παναγίτσα μου να χάσει.

Αμ – στραμ – νταμ
πίκι – πίκι – ραμ,
τούρι – τούρι – ραμ,
αμ – στραμ – νταμ

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ηλεκτρονικές πηγές:




Βιβλιογραφία:


Μαρούλα Κλιάφα – Ζωή Βαλάση «Ας παίξουμε πάλι», Εκδόσεις Κέδρος


Γεωργία Ταρσούλη «Τα παιχνίδια μας», ΟΕΔΒ

Σαγώνας Γιώργος, (2013) Τόμος Α΄ "Παραδοσιακά παιχνίδια" Ειδική έκδοση για τη εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"


Κροντηρά, Λ. (2002). Ελάτε να παίξουµε. Αθήνα: εκδ. Φυτράκη. 

Εφημερίδες:





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ Κύριοι στόχοι της  Φυσικής Αγωγής   στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση,  είναι η ενίσχυση της υγείας του μαθητή...